- κάτεργος
- -ο (AM κάτεργος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργοi) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκωνii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίοβ) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» — βαριά ποινή πρόσκαιρων ή ισόβιων δεσμών με καταναγκαστικά έργα και ειδ. σε κωπηλασία κατέργουii) «άνθρωπος τών κατέργων» — κακοποιός, εγκληματίαςνεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το κάτεργο(ν)είδος μεσαιωνικού κωπήλατου ιστιοφόρου πολεμικού, πειρατικού ή εμπορικού πλοίου, με δύο ή τρεις σειρές κουπιών, στο οποίο συχνά δούλευαν ως κωπηλάτες ή ναύτες κατάδικοιμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ κάτεργονυπηρεσίααρχ.1. κατεργασμένος, επεξεργασμένος2. (για γη) ο καλλιεργημένος («χώρα πᾱσα κάτεργος γέγονεν», Θεόφρ.)3. το ουδ. ως ουσ. α) (για ναό) οι εργασίες, οι υπηρεσίες, οι δαπάνες για τη λατρεία («λήψῃ τὸ ἀργύριον εἰσφορᾱς... καὶ δώσεις αὐτὸ εἰς τὸ κάτεργον τῆς σκηνῆς τοῡ μαρτυρίου», ΠΔ)β) θρησκευτική υπηρεσία, ιερό λειτούργημα («οὐδενὶ πρέπον, ἐν προσευχῇ πάρεργον, μᾱλλον δὲ κάτεργον», Ιω. Κλίμ.)β) πάπ. τιμή ή δαπάνη για εργασία ή κατεργασίαγ) αμοιβή εργάτη, μισθός, ημερομίσθιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -εργος (< ἔργον), πρβλ. άν-εργος, πάρ-εργος].
Dictionary of Greek. 2013.